«Κατασκευή του έθνους»: Πού είναι το περίεργο;
Είναι αξιοπερίεργη η έκπληξη και ο θυμός που προκαλείται σε μεγάλο μέρος Ελλήνων στο άκουσμα της φράσης «κατασκευή ενός έθνους». Ακόμα πιο αφοπλιστική είναι η δύναμη της εθνικής ιδέας και ταυτότητας, που γεννημένη αιώνες μετά από το παρελθόν που της αποδίδουμε καταφέρνει να παίρνει διαστάσεις πανταχού παρούσας επικής δύναμης. Για το θέμα μιλά στο tvxs.gr, ο επίκουρος καθηγητής Νεότερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας, Θεοδόσης Νικολαΐδης.
της Κατρίν Αλαμάνου
Αν μη τι άλλο, η σχέση μας με την αρχαία Ελλάδα είναι γεωγραφική και η «συνέχεια» της γλώσσας επιλογή μέσα από πλήθος τοπικών γλωσσών, που πέθαναν μαζί με την ανάδυση του «ένα έθνος, μια γλώσσα, μια ιστορία». Και η θρησκεία; Κάπου εδώ μπαίνει το Βυζάντιο. Σε αυτό τον χώρο-χρόνο, όπου επελέγη ως επίσημη κρατική γλώσσα (όχι των λαών) η ελληνική και χρήστηκε επίσημη θρησκεία ο Χριστιανισμός, επιλέξαμε να συνδέσουμε μια άλλη ελληνική συνέχεια (με την εθνική έννοια). Αν η έννοια του έθνους γεννήθηκε πολύ αργότερα, ποσώς μας ενδιαφέρει.
Τι είναι έθνος, λοιπόν, αν δεν γεννήθηκε μαζί με τον Αδάμ και την Εύα του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, ο οποίος σε συνάντησή του με μέλη του Ομίλου Απογόνων Ηρώων του 1821, μίλησε για ιστορικούς που εκτρέπονται και διαστρεβλώνουν την ιστορία;
Η γέννηση της έννοιας «έθνος»
Αν θελήσουμε να ψάξουμε τον γενέθλιο χάρτη του έθνους, θα πάμε πίσω, λίγο πριν από τη Γαλλική Επανάσταση. «Το 1788 η Γενική Συνέλευση των Τάξεων, που είχε συγκαλέσει ο Λουδοβίκος 16ος, μετονομάζεται σε «εθνική», όπως διαβάζουμε στο «Εθνικιστική Ιστοριογραφία, η περίπτωση του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου» του Θεοδόσιου Νικολαΐδη. Την ίδια χρονιά «ο όρος ‘Έθνος’ χρησιμοποιήθηκε από τον αββά Σεγιές στην περίφημη μπροσούρα του και χρησιμοποιήθηκε ξανά στις διακηρύξεις του Αυγούστου 1789 ως όνομα του πολιτικού υποκειμένου που δημιουργήθηκε όταν καταργήθηκε το παλαιό καθεστώς [...] και εισήχθη η ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου». Έτσι, το σώμα των ‘πολιτών’ ονομάστηκε ‘έθνος’ και κηρύχθηκε ‘πηγή όλων των εξουσιών’».
Μια ανερχόμενη αστική τάξη ανήλθε στην εξουσία και θέλησε να θεμελιώσει μια ενιαία πολιτική βούληση. Πολιτική γιατί μιλάμε πλέον για πολίτες και όχι υπηκόους ενός βασιλιά. Δεν άργησε βέβαια η επίκληση ενός ένδοξου παρελθόντος και καταγωγής και ο σχεδιασμός πολιτισμικής και γλωσσικής ομοιογένειας. Με την πτώση του Ναπολέοντα (που είχε ήδη ανακηρυχθεί αυτοκράτορας) το 1815 και την παλινόρθωση οι αλλαγές αυτές, αν και δεν κράτησαν για πολύ, έμελλε να ριζώσουν και να επηρεάσουν άλλες επαναστάσεις. Το Βατερλό του Ναπολέοντα δεν ήταν σε καμία περίπτωση βατερλό για τα νέα εθνικά κινήματα που τον ακολούθησαν. Παρά τις προσπάθειες της Ιερής Συμμαχίας, οι αυτοκρατορίες θα πέσουν, το ίδιο και η Οθωμανική. Στα Βαλκάνια τη γεωγραφική της θέση θα μοιραστούν νέα εθνικά κράτη, που μετά από πολλές περιπέτειες στον 19ο και 20ο αιώνα, πήραν την σημερινή τους μορφή.
Ελληνική εθνικιστική ιδεολογία και ιστοριογραφία
Στην Ελλάδα τώρα, πώς αναπτύχθηκε η κρατούσα εθνική ιδεολογία; Στα χνάρια του γερμανικού ρομαντικού εθνικισμού, όπως αναφέρει η ιστορικός Χριστίνα Κουλούρη σε άρθρο της στο «Βήμα». Συγκεκριμένα, «η επιλογή της γλώσσας ως αποκλειστικού κριτηρίου για τον προσδιορισμό του έθνους - ως ‘διαγνωστικόν σημείον της ιδιοπροσωπείας’, που έγραφε και ο Σπ. Ζαμπέλιος - δεν αποτελεί βεβαίως εξαίρεση, αλλά μάλλον κοινό τόπο για τους ευρωπαϊκούς εθνικισμούς του 19ου αιώνα. Στον δρόμο του Χέρντερ και του γερμανικού ρομαντικού εθνικισμού, η εθνική κοινότητα ταυτίζεται με τη γλωσσική κοινότητα». Επισημαίνει πώς «το δυσανάλογα μεγάλο βάρος της αρχαιότητας στη νεότερη Ελλάδα, το άγχος για την απόδειξη της αρχαιοελληνικής καταγωγής απέναντι στη ‘δύσπιστη’ Δύση, η προσπάθεια να προσεγγιστεί το κλασικό πρότυπο μέσω της μίμησης ανέδειξαν το πρόβλημα της ‘εθνικής γλώσσας’ σε κεντρικό πολιτισμικό, ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα».
Ο επίκουρος καθηγητής Νεότερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Θεοδόσιος Nικολαΐδης, μιλώντας στο tvxs, αναφέρει: «Στα τέλη του 18ου και στον 19ο το έθνος ήταν η πολιτική εκείνη έννοια που επέτρεψε να ξεπεραστεί η κοινωνία των νομοκατεστημένων τάξεων και να αναδειχθεί ως αξία η ισότητα έναντι του νόμου. Σε χώρες όπως η Ελλάδα, όμως, αυτή η φιλελεύθερη διάσταση μαράθηκε γρήγορα. Σημαντικό ρόλο σ' αυτό έπαιξε, νομίζω, το ότι εθνικιστές σαν τον Κοράη λ.χ. δεν κατόρθωσαν να νικήσουν την Εκκλησία και τους κληρικούς διανοούμενους».
Την ελληνική εθνικιστική ιδεολογία επηρέασε επίσης η άποψη-θεωρία περί «πολιτισμικής συνέχειας» (και πάλι στον δρόμο του γερμανικού ρομαντικού εθνικισμού) με πρώτο εκφραστή τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο. Όπως παρατηρεί ο κ. Νικολαΐδης στο «Εθνικιστική Ιστοριογραφία, η περίπτωση του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου», σε αυτόν «έχει πιστωθεί η επινόηση της ελληνικής ιστορίας, του αφηγήματος δηλαδή που παρουσιάζει την ιστορία του ελληνικού έθνους ως μια αδιάλειπτη συνέχεια από την αρχαιότητα ως τη νεώτερη εποχή με το Βυζάντιο στη μέση». Ο κ. Νικολαΐδης είναι σαφής: «Ως την εποχή του Ζαμπέλιου (δεκαετία 1850) δεν ετίθετο ζήτημα συνέχειας της ελληνικής ιστορίας» αλλά «η συνέχεια ακολουθούσε μια τεθλασμένη, μέσω Δύσης, γραμμή: το τέλος της κλασσικής αρχαιότητας τοποθετείτο στη Μάχη της Χαιρώνειας. Από κει και πέρα το ελληνικό κλασσικό πνεύμα είχε συντηρηθεί απλώς από τους Μακεδόνες και τους Ρωμαίους [...] ως την εποχή της Αναγέννησης, οπότε μεταφέρθηκε στη Δύση για να επανακάμψει στα μέσα του 18ου αιώνα στη γενέθλια γη προκαλώντας έτσι την ‘παλιγγενεσία’ των Ελλήνων». Στο πριν από τον Ζαμπέλιο σχήμα «δεν υπάρχει θέση ούτε για την Μακεδονία ούτε για το Βυζάντιο». Αυτός πρώτος -και αργότερα ο Παπαρρηγόπουλος- «επιλέγει να ενσωματώσει το Βυζάντιο στην ελληνική ιστορία» διαλέγοντας από αυτό «την βυζαντινή εκκλησία και τον βυζαντινό χριστιανισμό». Με αυτό τον τρόπο, ο Ελληνισμός δεν χάθηκε στο Μεσαίωνα, δεν χρειάστηκε να μας τον επιστρέψει η Δύση, γιατί πολύ απλά το Βυζάντιο μέσα από τα έργα του Ζαμπέλιου και του Παπαρρηγόπουλου ελληνοποιήθηκε.
Συγκεκριμένα για την ελληνική ιστοριογραφία, ο κ. Νικολαΐδης εξηγεί στο tvxs πως «Εκείνο που η ελληνική ιστοριογραφία έχει αναδείξει τα τελευταία χρόνια είναι ότι ο ελληνικός εθνικισμός του 19ου αιώνα είχε και μια επιθετική διάσταση που, ως τώρα, αγνοείτο. Έχουν αναδειχθεί οι επιτυχίες του ελληνικού εθνικισμού -εξελληνισμός Βλάχων, Αλβανών, Βουλγάρων- που ακριβώς δείχνουν ότι η ‘απειλούμενη εθνική ταυτότητα’ είναι μια κατασκευή και μάλιστα επικίνδυνη -ιδίως σε μια εποχή σαν την σημερινή όπου το κράτος θα έπρεπε να υλοποιεί μια ακόμη επιτυχία με την αφομοίωση των μεταναστών και αντ' αυτού δημιουργεί κλίμα απόρριψης».
«Εθνικές φράσεις»...γιατί;
«Εθνικό συμφέρον», «απειλείται η εθνική κυριαρχία», «εθνική ενότητα», «εθνική απειλή»: Φράσεις που έχουν γίνει κλισέ για τους πολιτικούς, από την ακροδεξιά ως την κυβέρνηση. Ο κ. Νικολαΐδης παρατηρεί: «Η πρόταξη του ‘εθνικού συμφέροντος’, η ανακήρυξη ενός θέματος ως ‘εθνικού’ κατατείνει στο να περιορίσει την συζήτηση στα όρια που θέτει αυτός που μιλά (κυβέρνηση, πολιτικός ηγέτης κ.λπ.) με αποτέλεσμα οιαδήποτε άποψη εκτός αυτού του πλαισίου να χαρακτηρίζεται ‘αντεθνική’, δηλαδή προδοτική και να μην συζητείται. Πρόκειται εν τέλει για μια αυταρχική στάση. Δεν θα αρνιόμουν ότι υπάρχουν τέτοια ζητήματα -η αποφυγή της χρεοκοπίας θα μπορούσε να θεωρηθεί τέτοιο ζήτημα- αλλά νομίζω ότι το καταδικαστέο είναι ο αυταρχισμός. Ένα από τα θεμέλια της δημοκρατίας είναι η αντίληψη πως κανείς δεν μονοπωλεί την γνώση του ‘γενικού συμφέροντος’, αυτή προκύπτει από την συζήτηση και είναι κι αυτός ένας από τους λόγους για τους οποίους έχουμε 300 κι όχι δέκα βουλευτές».
Και τελικά το έθνος ως επιχείρημα «πουλάει» απρόσωπα, γενικώς και αορίστως ή «πουλιέται» από δρώντες; Για τον κ. Νικολαΐδη« θα έπρεπε να αρχίσουμε εντοπίζοντας αυτούς που το (‘έθνος’) πουλάνε». Προσθέτει πως δεδομένου ότι «οι άνθρωποι είναι, κατά κανόνα, καλόπιστοι και πρόθυμοι να κινητοποιηθούν για το κοινό καλό [...] το ερώτημα είναι πόσο βαθιά πάει η συζήτηση για το τι είναι ‘κοινό καλό’» και καταλήγει λέγοντας πως «εκ παραδόσεως, η Δεξιά δεν πήγαινε πολύ βαθιά αυτήν την συζήτηση. Η κουμουνιστική Αριστερά αντιθέτως, αναλύοντας το κοινό συμφέρον ως το συμφέρον ‘του καπιταλισμού’, της ‘πλουτοκρατίας’, των ‘Αμερικανών’ υπονόμευε την ίδια την έννοια. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο η Αριστερά αυτή, για ένα σωρό λόγους -αντίθεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στις Η.Π.Α., σύμπλευση με τις δυνάμεις που αντιστρατεύονται αυτό που ονομάστηκε ‘παγκοσμιοποίηση’- ανακάλυψε τον εθνικισμό και τον πουλά αυτή».
Το έθνος πέρα απ’ τη «συνέχεια»
Η «ρομαντική» (γερμανικός ρομαντισμός) προσέγγιση της έννοιας του έθνους έχει μείνει πίσω, ενώ νέες έρευνες και μελέτες για τον εθνικισμό κάνουν την εμφάνιση τους εδώ και αρκετές δεκαετίες. Ας δούμε δύο σύντομα παραδείγματα.
Ο Benedict Anderson, στις «Φαντασιακές κοινότητες» (1983) ορίζει το έθνος ως μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη. Είναι φαντασιακή επειδή κανένα μέλος, ακόμα και του μικρότερου έθνους δεν θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, όμως έχει την αίσθηση του συνανήκειν.
Κατά τον Anderson, κανένα έθνος δεν φαντάζεται τον εαυτό του να ταυτίζεται με την ανθρωπότητα και ανεξάρτητα από την ουσιαστική ανισότητα και εκμετάλλευση που κυριαρχεί σε κάθε κοινότητα, νοείται πάντα ως μια βαθιά οριζόντια συντροφική σχέση. Το έθνος είναι ταυτόχρονα παράγοντας ένωσης μεταξύ των ατόμων, που ανήκουν σε αυτό, και παράγοντας απομάκρυνσης από την ολότητα της ανθρωπότητας.
Για τον Fredrik Barth (1969), οι εθνοτικές ομάδες νοούνται ως «κατηγορίες χαρακτηρισμού και ταύτισης», τις οποίες χρησιμοποιεί κανείς για να ταξινομήσει τον εαυτό του όσο και τους άλλους. Στον ορισμό αυτό μπαίνει το στοιχείο της επιλογής της εθνικής ταυτότητας που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τις καταστάσεις, όπου τα άτομα μπορούν να αλλάξουν την ταυτότητά τους διασχίζοντας τα εθνοτικά όρια και περνώντας από τη μια ομάδα στην άλλη, όπως παρατηρεί ο Loring Danforth (στη «Μακεδονική Διαμάχη»). Ο ορισμός του Barth το 1969, προχωράει πέρα από πολιτισμικά όρια, η εθνική ταυτότητα σ’ αυτόν είναι μια μορφή πολιτικής συνείδησης και πρόκειται για μια συχνά απροκάλυπτη και αυτοσυνείδητη πολιτική επιλογή. Δεν στηρίζεται στον κοινό πολιτισμό αλλά είναι αποτέλεσμα της υιοθέτησης μια ορισμένης ταυτότητας.
Συμπερασματικά, στην Ελλάδα του σήμερα, ο γερμανικός ρομαντικός εθνικισμός, μεταλλασσόμενος σε νεοελληνικό, αδυνατεί να δεχτεί οτιδήποτε έξω από τη ‘μεταφυσική’ του. Οι οπαδοί του, φανατικοί και σίγουροι για την ορθότητά του, δεν γνωρίζουν ότι περπατούν στο δρόμο που αυτός χάραξε, δεν γνωρίζουν καν ότι είναι οπαδοί του. Το αντεπιχείρημα είναι συνήθως ότι ο ελληνικός εθνικισμός διαφοροποιήθηκε από τον γερμανικό στο ότι δεν στηρίχτηκε στην καθαρότητα του αίματος αλλά στον «κοινό πολιτισμό». Αλήθεια, δεν μπορεί να γίνεις κανείς ρατσιστής επειδή ο απέναντι έχει διαφορετικό πολιτισμό και άρα δεν είναι Έλληνας; Πόσο μεγάλη διαφορά συμπεριφοράς μπορεί να επιφέρει αυτή η διαφοροποίηση;
Από: tvxs